- εφύβριστος
- ἐφύβριστος, -ον (Α) [εφυβρίζω]1. ο άξιος ύβρεως, ο ασελγής, ο ακόλαστος, ο αισχρός («ἐφύβριστος τυραννίς», Ηρωδιαν.)2. ευκαταφρόνητος, ευτελής.επίρρ...ἐφυβρίστως (Α)1. κατά υβριστικό τρόπο, κατά αισχρό τρόπο2. κατά ευτελή τρόπο («ἐφυβρίστως κατέστρεψε τὸν βίον», Ποσειδ.).
Dictionary of Greek. 2013.